θηλειά

θηλειά
και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η
1. βρόχος («μού 'βαλε θηλειά στο λαιμό»)
2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά
3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι
4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ' όπου περνά το κουμπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. θήλεια, θηλ. του επιθ. θήλυς. Ο τ. θελειά με τροπή τού φθόγγου [i] σε [ρ] λόγω φωνητικής επιδράσεως τού υγρού συμφώνου -λ- (πρβλ. κυρά > κερά υπό την επίδραση τού υγρού συμφώνου -ρ-), ενώ ο τ. φηλειά με τροπή τού [θ] σε [f] (πρβλ. θηκάρι > φηκάρι). Το επίθ. θήλυς, θηλυκός χαρακτηρίζει τα όργανα ή τα εργαλεία εκείνα που δέχονται στο εσωτερικό τους άλλα τα οποία χαρακτηρίζονται «αρσενικά» (λ.χ. κλειδαριά - κλειδί, παξιμάδι -βίδα κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηλεία — θηλείᾱ , θῆλυς female fem nom/voc/acc dual θηλείᾱ , θῆλυς female fem acc dual (ionic) θηλείᾱ , θῆλυς female fem nom dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλείᾳ — θηλείᾱͅ , θῆλυς female fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλεια — θῆλυς female fem nom/voc sg θῆλυς female fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλείας — θηλείᾱς , θῆλυς female fem acc pl θηλείᾱς , θῆλυς female fem gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλειάων — θηλειά̱ων , θῆλυς female fem gen pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλείαι — θηλείᾱͅ , θῆλυς female fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαγχονίζω — (AM ἀπαγχονίζω) θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά αρχ. απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά …   Dictionary of Greek

  • θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • ιπποθήλεια — ἱπποθήλεια, ἡ (Α) η θήλεια ίππος, η φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θήλεια] …   Dictionary of Greek

  • φελιάζω — και φηλιάζω Ν 1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα 2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω 3. (γενικά) συναρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού θσε φ (πρβλ. θηκάρι:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”